HomeTo ΚοινόνΟικογενειακές ιστορίεςΤα έξη σχισίματα (Λαύριο 1922- 1934)

Τα έξη σχισίματα (Λαύριο 1922- 1934)

Τα έξη σχισίματα (Λαύριο 1922- 1934)

 

Της Αντωνίας Γκίνη

Σ’ όλο το ταξίδι της προσφυγιάς, απ’ την Αφησιά μέχρι την Θεσσαλονίκη, μουρμούραγε η γιαγιά Βασιλοπούλα και μάλωνε με τα παιδιά της. Καθόταν στητή στο κατάστρωμα του υπερωκεάνιου «Κωνσταντινούπολις», σε μια απ τις καρέκλες τους, που πήρανε απ’ το σπίτι. Ήτανε έξαλλη με το ακατανόητο φευγιό τους.

«Πόσες φορές καλέ, δεν γίνηκαν φασαρίες στο νησί; Πάθαμε τίποτες; Όχι! Μας πρόλεγαν και μας φυλάγανε οι γειτόνισσες, οι Τουρκάλες, μέχρι να στρώσουνε τα πράγματα. Φασαρίες – ξεφασαρίες, έτσι περάσαμε τόσα χρόνια εδώ. Τι ξέρανε οι άντρες σας, απ’ όλα αυτά; Φευγάτοι ήντουσαν στην Αμέρικα. Σαν γύρισαν πίσω ξεμαθημένοι, είδανε φασαρίες και λιγώθηκαν… Και πάρε μας τώρα, όλους μαζί στο καράβι… Να πάμε πού; Και σε κανά μήνα, άιντε πάλι… Να τα μαζεύουμε ξανά. Να σκαρφαλώνουμε στα πλοία και να σακατευόμαστε. Για να γυρίσουμε πίσω. Στον τόπο μας!» έλεγε.

 

Και για του λόγου το αληθές, έδειξε τον Αντώνη, τον γαμπρό της, που ’χε χτυπήσει στα πλευρά του, όπως ανέβαιναν στο πλοίο. Αλλά όταν το «Κωνσταντινούπολις», δεν έπιασε Θεσσαλονίκη μα τράβηξε ξαφνικά για Λαύριο, της κόπηκε η μιλιά. Δεν ξαναγκρίνιαξε, δεν μίλησε κι ούτε που έκλαψε, σαν κάτι άλλες γύρω της.

Την είδε όμως η Χρυσή, να βγάζει το μαντηλάκι της το κεντητό απ την τσέπη. Μετά την κρυφοκοίταξε που του έκανε ένα σχίσιμο με μια ακίδα. Έξη σχισίματα έκανε, μέχρι το Λαύριο. Ένα, για κάθε μία μέρα ταξιδιού… Έξη ημέρες η απόσταση απ’ το νησί τους μέχρι τον νέο τόπο. Για να θυμάται.

Δώδεκα χρόνια το ΄χε φυλαγμένο εκείνο το μαντήλι. Κι όταν αρρώστησε, στα τελευταία της μερόνυχτα που χαροπάλευε, το ΄χε σφιχτά κουβαριασμένο μες την φούχτα της.

 

 

Τις τελευταίες έξη νύχτες βάρυνε κι ήταν πολύ ανήσυχη. Τότε γίνανε πράγματα ακατανόητα. Αγκομαχούσε η Βασιλοπούλα και φούσκωνε. Γύρναγε πλάγια, μπρούμυτα και ανάσκελα, κουνώντας χέρια και πόδια. Και δεν ησύχαζε ως το επόμενο πρωί, που έπεφτε σε βαθύ ύπνο.

Το σούρουπο πάλι στριφογύριζε στο στρώμα, μιλώντας ακατάληπτα. Την τελευταία νύχτα, ήταν ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Η Διαλεκτή η κόρη της, με την Χρυσή και την Φωφώ, τις εγγονές της, διάβασαν στο προσκεφάλι της, τους ψαλμούς του Δαβίδ.

Καθώς ξημέρωνε η γιαγιά Βασιλοπούλα φάνηκε να ησυχάζει. Μα ξαφνικά , ανακάθισε με δύναμη στο κρεβάτι της. Τα μάτια της ήταν άγρια και γουρλωμένα. Τίναξε τα δυο χέρια της μπροστά και ούρλιαξε: «Εξωωωωωω! Φύγετεεε! Δρόμοοο…!».

Βούρκωσε η Χρυσή κι είπε με στενοχώρια: « Μας διώχνει. Δεν μας θέλει εδώ…». Ξαναούρλιαξε η γιαγιά, τώρα στα τούρκικα «Εξωωω!» κι έλεγες πως θα πεταχτεί όρθια, να κυνηγήσει κάποιον. Πάγωσαν όλοι στο δωμάτιο. Τα σάστισε η Διαλεκτή.

 

Και πάνω που πήγε να της μιλήσει, εκείνη ησύχασε κι έγειρε πίσω στα μαξιλάρια.

Έκλεισε τα μάτια της, έχοντας ένα από τα σπάνια χαμογελά της, χαραγμένο στα χείλη. Η Διαλεκτή την φίλησε κλαίγοντας και έπιασε τα χέρια της να τα σταυρώσει. Απ’ την χαλαρωμένη φούχτα της, κύλησε το παλιό μαντήλι. Το μάζεψε η Χρυσή από κάτω και είπε σιγανά: «Αχ! δεν έδιωχνε εμάς. Τους Τούρκους έδιωχνε από το σπίτι της!».

«Ταξίδεψε η ψυχή της στον τόπο της! Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της και γύρισε!» επιμένει μέχρι και σήμερα η μητέρα μου.

 

Φωτο 1: ΚΟΥΤΑΛΗ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΑΣ (Πολιτιστικός Σύλλογος Λαυρίου «Η ΜΙΚΡΑΣΙΑ)

Φωτο 2: Μαντηλάκι κεντημένο απ’ την Χρυσή Καπεταντώνη (1926)

 

 

 

© Αντωνία Γκίνη

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παραπάνω δημοσιεύματος με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας.

 

Φωτογραφίες:

© Αρχείο Αντωνίας Γκίνη

 

 

 

Γιατί δεν έγινε η αναστήλωση στον Άγιο Αβέρκιο

Γιατί δεν έγινε η αναστήλωση;

Κοινοποίηση με:
Βαθμολογία άρθρου

anatoli-@otenet.gr

Χωρίς σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο