Των Ελλήνων οι κοινότητες (Λαύριο 1922-1934)
Της Αντωνίας Γκίνη
Το δεύτερο φαρμάκι το ήπιε η γιαγιά Βασιλοπούλα, γύρω στα τέλη του 1924. Τότε που σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί, οι Αφησιανοί, φύγανε απ’ το Λαύριο. Απόμειναν πίσω μόνο καμιά σαρανταριά οικογένειες. Κι ανάμεσα σε αυτές κι η οικογένεια της κόρης της. Και μαζί κι εκείνη.
Φεύγοντας ο γιος της, ο Δημήτρης Παπαζαχαρίας, υποσχέθηκε ότι θα τους γράψει αμέσως. Κι όταν τακτοποιόντουσαν, θα τους ειδοποιούσε να πάνε κι αυτοί.
Κατάκαρδα τον πήρε αυτόν τον χωρισμό η γιαγιά. Χάλασε τον κόσμο στο σπίτι.
«Όλοι οι χωριανοί μας φύγανε κι εμείς κάτσαμε εδωνά! Με τσι ξένοι! Εκείνοι θα είναι εκεί. Μια μέρα δρόμο είναι η Αφησιά μας, απ κει… Κι εμείς κάτσαμε εδωνά…».
Σε λίγο καιρό ήρθε το γράμμα από τον γιο της. Δύσκολα τα πράγματα. Δεν ήταν όπως τα περίμεναν. Η Διαλεκτή διάβασε το γράμμα του αδελφού της, μπροστά σε όλη την οικογένεια.
«Μην κουνηθείτε απ΄ εκεί. Θα σας γράψω πάλι» τελείωνε το γράμμα του ο Δημήτρης. Κι εξιστορούσε τα πάνδεινα που πέρασαν για να βρουν στέγη και να οργανωθούν.
Δυόμιση χρόνια και βάλε αλληλογραφούσαν με τον Δημήτρη και μάθαιναν για τον σκληρό αγώνα που έκαναν για να βιοποριστούν. Δεν τα ’χαβε αυτά η Βασιλοπούλα. Όπως ήθελαν της τα ΄λεγαν, στο σπίτι.
«Κι αν είναι έτσι μαρή, όπως τα λέτε, γιατί δεν γύρισαν πάλι εδώ; Δυο –τρείς οικογένειες ήρθαν μόνο πίσω. Από ολόκληρο το χωριό μας! Να! κάτι χαϊβάνια γύρισαν. Σερσερήδες σαν και κάτι άλλους, που παραμείναν εδώ…» έλεγε και κοίταζε θυμωμένη την Διαλεκτή και τον Αντώνη.
Αν εξαιρέσεις τον γάμο της Φωφώς, της εγγόνας της, με τον Κώστα, άλλη χαρά δεν πήρε εκείνο τον καιρό. Μα εκεί που κορυφώθηκε η πίκρα κι ο θυμός της, ήταν το καλοκαίρι του 1927.
Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα. Είχε έρθει και γράμμα από τον γιό της. Φτιάξανε πια τα πράγματα, έγραφε. Γίνηκε επιτέλους το χωριό, στον νέο τόπο. Η Νέα Αφησιά ! Λίγο απ την Επιτροπή Αποκατάστασης και πολύ απ’ τους ίδιους τους συγχωριανούς …χτίστηκε το χωριό.
Πήρανε κλήρους και καλλιεργήσανε. Οργανωθήκανε. «Τώρα, ελάτε!» έγραφε ο γιος της. Της το πανε κι άλλοι πατριώτες που ζούσανε στο Λαύριο. Κάποιοι που λάβανε ειδοποίηση. Να σμίξουν πάλι όλοι. Στην Νέα Αφησιά. Στην Σιθωνία. Σε έναν πανέμορφο τόπο, που έμοιαζε με το παλιό χωριό τους.
«Δεν μπορούμε να πάμε εκεί, μάνα. Ο Αντώνης έχει καλή δουλειά τώρα. Είναι τεχνίτης στην Γαλλική. Πληρώνεται καλύτερα τώρα. Εκεί που θα δουλέψει; Δεν ξέρει εκείνος από χωράφια και αγροτικές δουλειές. Πως θα ζήσουμε;» ήταν η απάντηση της Διαλεκτής.
Πετάχτηκε όρθια η Βασιλοπούλα «Έχει καλή δουλειά ο Αντώνης…» κορόιδεψε. «Εδώ σε λέω πως ξαναφτιάχτηκε η Αφησιά μας κι εσύ με λες για τσι δουλειές! Χαμπάρι δεν παίρνεις! Κάτσετε εδώ με τσι ξένοι…» και μπήκε φουριόζα στην κάμαρη της. Άρπαξε το σεντόνι απ’ το κρεβάτι και βγήκε έξω.
«Τρεχάτε μωρέ να την βρείτε. Μην πάει στην θάλασσα μόνη της…» έστειλε τα κορίτσια της η Διαλεκτή. Μπροστά η Χρυσή και πίσω η Κουλίτσα, κατηφόρισαν το μονοπατάκι. Την βρήκαν πράγματι στην αμμουδιά. Εκεί που σκίαζαν οι βράχοι, να κάθεται τυλιγμένη με τ’ άσπρο της σεντόνι και ν’ ατενίζει το πέλαγος.
«Τι κάνεις εδώ μονάχη σου γιαγιά; Έχει και ζέστη….» άρχισε να λέει η Χρυσή.
«Κάνω και καμώνομαι» την έκοψε εκείνη άγρια. «Φευγάτε εσείς, σαν ζεσταίνεστε. Εμένα με δροσίζει η θάλασσα. Έρχεται αέρας απ’ εκεί. Απ το νησί μας!» και της έδειξε στο βάθος την μακρινή στεριά.
Όλο το καλοκαίρι το έκανε αυτό. Άρπαζε το σεντόνι της και κατέβαινε στην θάλασσα. Έτρεχαν ξοπίσω της η Κουλίτσα κι η Χρυσή. Το έκανε για διαμαρτυρία. Κι αυτό κι άλλα πολλά… Έλεγε και ξανάλεγε πως ολόκληρο το χωριό ξεριζώθηκε απ’ το νησί τους κι ολόκληρο έπρεπε να παραμείνει, στον νέο τόπο. Για να μην χαθεί. Το χωριό, η πατρίδα και το όνειρο.
(Από τις αφηγήσεις της μητέρας για την ζωή στο Λαύριο 1922-1934)
ΦΩΤΟ: Νέα Αφησιά (Σάρτη) Σιθωνίας, Αφησιανοί στο καφενείο του χωριού το 1936.
© Αντωνία Γκίνη
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παραπάνω δημοσιεύματος με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας.
Φωτογραφίες:
© Αρχείο Αντωνίας Γκίνη