Κι από καρσί το Αϊβαλί γυναίκα μοιάζει
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του υποφαινόμενου, στην παρουσίαση του βιβλίου της κυρίας Μπέλλας Μηλοπούλου, με τίτλο «Κι από καρσί το Αϊβαλί γυναίκα μοιάζει», στην Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024.
Καλησπέρα σας
Ξεκινώντας να σας ευχαριστήσω που είστε σήμερα μαζί μας στην παρουσίαση του βιβλίου της κυρίας Μπέλλας Μηλοπούλου, «ΚΙ ΑΠΟ ΚΑΡΣΙ ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΙΑΖΕΙ»
Επίσης θέλω ιδιαίτερα να ευχαριστήσω την κυρία Μηλοπούλου, για την τιμή που μ’ έκανε και με πρότεινε να παρουσιάσω το βιβλίο της.
Πριν σας μιλήσω για το βιβλίο, να σας πω λίγα λόγια για την γνωριμία μου με την κυρία Μηλοπούλου.
Εδώ και κάποια χρόνια διαχειρίζομαι την ομάδα «Απόγονοι Μικρασιατών», που λειτουργεί στην πλατφόρμα του facebook.
Για κάποιους από εμάς μπορεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να είναι αμφιλεγόμενα. Όμως αυτό που συμβαίνει στην ομάδα «Απόγονοι Μικρασιατών» είναι αξιοσημείωτο. Πέρα από την συμμετοχή χιλιάδων Μικρασιατών, προκαλεί εντύπωση η δίψα των απογόνων, να εξιστορήσουν την ιστορία της οικογένειας τους, να αναζητήσουν πληροφορίες για τον τόπο καταγωγής τους στην Μικρά Ασία, να αναζητήσουν χαμένους συγγενείς και άλλα.
Είναι αμέτρητες οι φορές που νιώθουμε συγκίνηση, απ’ όσα δημοσιεύουν και σχολιάζουν τα μέλη της ομάδας.
Μέσα από την ομάδα έγινε και η γνωριμία μου με την κυρία Μηλοπούλου.
Εάν 102 χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, υπάρχει τέτοια συμμετοχή σε μια ομάδα κοινωνικής δικτύωσης, με Μικρασιατική θεματική, αυτό δεν αφορά μόνο την ομάδα.
Εδώ έχουμε ένα φαινόμενο, το οποίο δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε. 102 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η πολιτισμική ταυτότητα του Μικρασιάτη παραμένει ζωντανή στην τρίτη και την τέταρτη γενιά.
Θέτω αυτή την διάσταση για προβληματισμό και περνώ στο βιβλίο της κυρίας Μηλοπούλου. Και μιας που το βιβλίο έχει ως σημείο αναφοράς το Αϊβαλί, να πούμε λίγα λόγια γι’ αυτή την ελληνική πολιτεία στην Μικρασιατική ακτή του Αιγαίου.
Το Αϊβαλί βρίσκεται απέναντι από την Λέσβο. Η περιοχή παρουσιάζει ιδιαίτερη μορφολογία, χάρη στα Μοσχονήσια, που κάνουν αόρατη την πολιτεία του Αϊβαλιού από το Αιγαίο.
Ο Φώτης Κόντογλου γράφει «Ο τόπος είναι ένα χερσόνησο σα δρεπάνι, που βγαίνει όξω από τη στεριά της Ανατολής και στρίβει κατά τον βοριά. Το μέρος της θάλασσας που σφαλιέται ανάμεσα στο χερσόνησο και στη μεγάλη στεριά, το βουλώνει ένα νησί, τα Μοσκονήσια, κι αφήνει δύο περάσματα στενά…»
Από τον ίδιο πάλι πληροφορούμαστε ότι στα 1580 κάποιοι Χριστιανοί που αναζητούσαν έναν ασφαλή τόπο, έκτισαν τα καλυβόσπιτα τους, εκεί που σήμερα είναι τ’ Αϊβαλί.
Η ονομασία Αϊβαλί προέρχεται από την τουρκική λέξη ayvalık, που σημαίνει τόπος με κυδωνιές. Γι’ αυτό άλλωστε η ονομασία στην λόγια ελληνική αποδόθηκε ως Κυδωνίες.
Το Αϊβαλί άνθισε και έγινε αμιγώς ελληνική πολιτεία μετά το 1773, με τα προνόμια που παραχώρησε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης με φιρμάνι, ο Σουλτάνος Σελίμ Γ’.
Σύμφωνα με την εκδοχή που έχει επικρατήσει, την εποχή εκείνη ο κληρικός Ιωάννης Δημητρακέλλης, που είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου, με την βοήθεια του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, εξασφάλισε την χορήγηση προνομίων στην πόλη.
Ο Φώτης Κόντογλου στο έργο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», καταγράφει αυτά το προνόμια. Μεταξύ αυτών αναφέρει την εξής σουλτανική εντολή:
«Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στην πολιτεία, να φύγουνε παρευθύς μαζί με τις φαμελιές τους στα τουρκοχώρια που’ ναι ολοτρόγυρα. Και στο εξής κανένας Οθωμανός δεν έχει την άδεια ν’ ανοίξει σπίτι και τζάκι μέσα στη χώρα. Και Τούρκος καβαλάρης να μη ζυγώνει στο έμπα της πολιτείας, παρά όσο ακούγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει να ‘μπει καβάλα μέσα στη χώρα, να βγάζει τα πέταλα του χαϊβανιού του».
Μετά την παραχώρηση των προνομίων στο Αϊβαλί κτίστηκαν περικαλλείς ναοί, όπως η Παναγία των Ορφανών, η Αγία Τριάδα, ο Ταξιάρχης, που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Φημισμένη ήταν η Ακαδημία Κυδωνιών, στην οποία δίδαξαν ξακουστοί διδάσκαλοι και λόγιοι, όπως ο Βησσαρίων από την Σύμη, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καϊρης και άλλοι.
Το Αϊβαλί άνθισε πνευματικά αλλά και οικονομικά, με κύριο εξαγωγικό προϊόν το ελαιόλαδο. Έγινε ξακουστή ελληνική πολιτεία, αλλά ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να πούμε περισσότερα.
Το Αϊβαλί, γνώρισε δύο μεγάλες καταστροφές από ανθρώπινο χέρι. Η πρώτη κατά την επανάσταση του 1821, οπότε και η πόλη άδειασε από τους κατοίκους της. Όσοι από τους Έλληνες του Αϊβαλιού γλύτωσαν από την σφαγή, κατέφυγαν σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο.
Όταν καταλάγιασε το κουρνιαχτό της εκδίκησης από τους Οθωμανούς, επανήλθαν οι Έλληνες και το Αϊβαλί σταδιακά γνώρισε νέα περίοδο άνθισης. Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες των Κυδωνιών ζουν νέες διώξεις, με εκτοπισμούς και οικονομική καταστροφή. Μετά το 1919 επιστρέφουν οι κάτοικοι. Αλλά το 1922, με την Μικρασιατική Καταστροφή θα σβήσει οριστικά το ελληνικό Αϊβαλί.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το τέλος για τον Ελληνισμό της Ανατολής. Για τους ανθρώπους που έφυγαν κυνηγημένοι, πλέον υπήρχε το πριν και το μετά τον ξεριζωμό. Μέσα σε λίγα 24ώρα από νοικοκυραίοι έγιναν πρόσφυγες.
Και στο βιβλίο που παρουσιάζουμε, η βασική ηρωίδα μας, η Αθηνά, ζει αυτή την οριστική μετάπτωση.
Η Αθηνά είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Είναι η Αϊβαλιώτισσα γιαγιά της συγγραφέως και το βιβλίο ουσιαστικά είναι η ιστορία της οικογένειας της.
Το μεταίχμιο για όλους τους Μικρασιάτες που ξεριζώθηκαν, ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις μέχρι τότε ζωές τους. Ο κάθε Μικρασιάτης πρόσφυγας έχει να διηγηθεί την δική του ιστορία της φυγής. Και ένα από τα πιο συγκλονιστικά αποσπάσματα του βιβλίου, είναι η εξιστόρηση της φυγής από το Αϊβαλί, της νεότατης χήρας Αθηνάς, μέσα σε μια βάρκα με τα τέσσερα παιδιά της, μια νύχτα με πυκνό σκοτάδι.
Πρόκειται για σκηνές χρωματισμένες με τις αποχρώσεις του γκρίζου και του μαύρου. Πλέον τα έγχρωμα χρόνια που έζησε η Αθηνά στο Αϊβαλί, είναι παρελθόν. Και θα γίνουν μνήμες που θα την ακολουθούν έως το τέλος της ζωής της.
Η συγγραφέας, μεγάλωσε ακούγοντας από την γιαγιά της Αθηνά, την Μάνια όπως την αποκαλούσαν χαϊδευτικά μέσα στην οικογένεια, όχι παραμύθια, αλλά ιστορίες από το Αϊβαλί. Ιστορίες για τον τόπο, την καθημερινότητα των ανθρώπων, τα έθιμα, τις συνήθειες τους.
Όλα αυτά τα αφομοίωσε η κυρία Μηλοπούλου, τα ζύμωσε και τα έπλασε με τον γλαφυρό λόγο της. Μέσα στην ροή του έργου, αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων του Αϊβαλιού.
Η κυρία Μηλοπούλου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος. Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της, σε άλλο κλίμα και άλλη θεματολογία από το πρώτο. Η εμπειρία της στην γραφή φαίνεται στην γλώσσα της αφήγησης, που ρέει χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Με τις λέξεις που επιλέγει, και τον τρόπο της εξιστόρησης, σχηματίζουμε εικόνες και νιώθουμε τα συναισθήματα των ηρώων του βιβλίου.
Κάτι που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη, είναι ότι οι ήρωες της ιστορίας, μπορεί να φαίνονται έρμαια της μοίρας, δηλαδή των κοσμοϊστορικών γεγονότων που καθορίζουν τις ζωές τους, όμως δεν συμβιβάζονται μοιρολατρικά με αυτή. Παίρνουν την ζωή στα χέρια τους, παλεύουν, αγωνίζονται για το μέλλον τους, για το μέλλον των παιδιών τους.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των περισσοτέρων Μικρασιατών. Συχνά λέμε ότι οι Μικρασιάτες πρόκοψαν στην Ελλάδα. Πράγματι, κατάφεραν ταχύτατα να ορθοποδήσουν χάρη στο πολιτισμικό τους επίπεδο, με άλλα λόγια στην συσσωρεμένη γνώση και τις επιδεξιότητες που είχαν τόσο οι αστοί όσο και οι αγρότες πρόσφυγες
Αυτό το γεγονός μπορούμε να το παρακολουθήσουμε και μέσα από την εξιστόρηση της συγγραφέως. Βέβαια δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι η ζωή των Μικρασιατών προσφύγων ήταν εύκολη. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο την φτώχεια της τότε Ελλάδας, τις αρρώστιες και τις κακουχίες που τους αποδεκάτιζαν, αλλά και την εχθρότητα πολλών εντόπιων. Μόνο 16 χρόνια μετά την προσφυγιά, βρέθηκαν μέσα στην θύελλα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Δηλαδή αυτές οι γενιές των Μικρασιατών, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.
Η συγγραφέας ακολουθώντας τις στροφές στην ζωή της γιαγιάς Αθηνάς και των παιδιών της, μάς μεταφέρει στις συνθήκες που έζησαν και στέριωσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Πριν την σημερινή παρουσίαση συνομίλησα με την κυρία Μηλοποπούλου, για να μάθω περισσότερα σχετικά με το βιβλίο.
Μια από τις ερωτήσεις μου ήταν για τον τίτλο του βιβλίου. Γιατί το Αϊβαλί από καρσί, δηλαδή από αντίκρυ, μοιάζει με γυναίκα;
Αυτά ήταν τα λόγια της γιαγιάς Αθηνάς, με είπε. Η οποία όπως έβλεπε τα μέρη του Αϊβαλιού από την Μυτιλήνη, της φαινόταν η πατρίδα της σαν γυναίκα που κλαίει και μοιρολογεί τα παιδιά της που έχασε.
Μια τέτοια ταύτιση, του τόπου Μικρά Ασία με γυναίκα που κλαίει τα παιδιά της, από μια Μικρασιάτισσα, είναι απολύτως φυσιολογική. Μεγάλο ποσοστό των προσφύγων ήταν γυναίκες, που άφησαν πίσω σκοτωμένους άνδρες και παιδιά, και όλους τους άνδρες πάνω από την εφηβική ηλικία πιασμένους αιχμαλώτους, να έχουν σταλεί στα κάτεργα από τα οποία οι περισσότεροι δεν επέστρεψαν ποτέ.
Ένας από τους λίγους που επέστεψαν ζωντανοί από την αιχμαλωσία, ήταν ο Ηλίας Μέλλος, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα Ηλία Βενέζη. Ο Μέλλος ήταν γειτονόπουλο της κυρά Αθηνάς. Τις φρικτές δοκιμασίες κατά την αιχμαλωσία του, τις αφηγήθηκε στο βιβλίο με τίτλο Το Νούμερο 31.328.
Έτσι το έφερε η τύχη, που ο τόπος κράτησης του Μέλλου, στη αρχή της αιχμαλωσίας του, προσέφερε ένα σημάδι στην εγγονή της Αθηνάς, για να αναγνωρίσει το σπίτι της γιαγιάς της, όταν επισκέφτηκε το Αϊβαλί.
Όπως ανέφερα πρωτύτερα η συγγραφέας μεγάλωσε ακούγοντας τις περιγραφές της γιαγιάς, για το σπίτι της στον Πάνω Μαχαλά του Αϊβαλιού, στο Πλατύ Σοκάκι και άλλες λεπτομέρειες που έσωσε η μνήμη της.
Έτσι όταν η εγγονή έκανε το ταξείδι της επιστροφής στο Αϊβαλί, μαζί με την κόρη της, οι πληροφορίες που είχε ρουφήξει από την γιαγιά Αθηνά, η οποία δεν ζούσε πια, την βοήθησαν να ανακαλύψει το σπίτι.
Μια σκηνή του βιβλίου, που ένιωσα ρίγος ήταν η περιγραφή αυτής της ανακάλυψης. Η μνήμη της γιαγιάς Αθηνάς γίνεται η όραση της εγγονής, και την οδηγεί στο σπίτι. Καταφέρνει να επισκεφτεί το εσωτερικό του σπιτιού κι εκεί την περιμένουν άλλες συγκινήσεις.
Τη σκηνή της ανακάλυψης, που περιγράφει η κυρία Μηλοπούλου, την έχουν ζήσει πολλοί Μικριασιάτες οι οποίοι επιστρέφουν στις πατρίδες της Ανατολής, για να βρουν το σπίτι που έζησε ο πρόγονος τους. Και ο καθένας αποκομίζει τις δικές του εμπειρίες.
Μια ερώτηση που μ’ έχει απασχολήσει ήταν η εξής: Ενδόμυχα τι προσδοκούμε να βρούμε, επιστρέφοντας στις Μικρασιατικές πατρίδες και αναζητώντας το πατρικό μας σπίτι;
Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα ποικίλουν. Η κυρία Μηλοπούλου με είπε ότι ένιωσε πόνο αλλά και χαρά, από την επίσκεψη. Μια ικανοποίηση ότι εκπληρώνει ένα χρέος. Άγγιξε τις ρίζες της οικογένειας που πηγαίνουν βαθιά στη γη της Ανατολής. Πάτησε τα χώματα που πατούσε κάποτε η γιαγιά της. Την οποία αγαπούσε βαθιά όλη η οικογένεια και την τιμούσε για τον αγώνα που έδωσε, μια νεαρή χείρα, να σώσει τα παιδιά της και να τα αναθρέψει με αξιοπρέπεια. Κι αυτή η αξιοπρέπεια της γιαγιάς Αθηνάς αποτελεί την βαριά κληρονομιά που άφησε στην οικογένεια.
Στην τελευταία σκηνή του βιβλίου η συγγραφέας ζωντανεύει τις τέσσερεις γενιές γυναικών, από την γιαγιά Αθηνά μέχρι την δισέγγονη της να αγκαλιάζονται, σαν ένα ανθρώπινο κουβάρι. Τέσσερεις γενιές δεμένες σαν τους κρίκους μιας αλυσίδας.
Μια αλυσίδα που το Μικρασιατικό DNA μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ακόμη και μέσα από τα πιο απλά, καθημερινά πράγματα, μέσα από μυρωδιές, από χρώματα, από ήχους. Ακόμη και μια συνταγή της γιαγιάς για ένα φαγητό, μπορεί να γίνει ο σύνδεσμος με τις γενιές που έφυγαν.
Το βιβλίο αυτό είναι μια κιβωτός που σώζει όχι μόνο την ιστορία μιας οικογένειας από την Μικρά Ασία. Αλλά τις αξίες, την κουλτούρα, τις μνήμες των ανθρώπων, που είχαν την κοινή μοίρα του ξεριζωμού από την Μικρασιατική γη. Η κυρία Μηλοπούλου με το βιβλίο της προσθέτει την δική της ψηφίδα στην μεγάλη εικόνα του πολιτισμού των Ελλήνων της Ανατολής. Την ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Γρηγόρης Κεσίσογλου